- σερανδίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) βασικό πυριτικό ορυκτό τού μαγγανίου, που περιέχει επίσης οξείδιο τού ασβεστίου, ποτάσα και σόδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serandite, από το όν. τού Δυτικοαφρικανού συλλέκτη μετάλλων J. Μ. Serand].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.